- βύας
- ο филин
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βύας — ο (Α βύας) νυκτόβιο αρπακτικό, το μεγαλύτερο στην οικογένεια των γλαυκιδών, ο μπούφος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ονοματοποιημένο τύπο. Ανάγεται σε ινδοευρ. *b (e) u , bh (e) u , ηχομιμητικό στοιχείο (πρβλ. αρμ. bu «κουκουβάγια») περσ. būm, λατ. būbo … Dictionary of Greek
βύας — βύᾱς , βύας eagle owl masc acc pl βύᾱς , βύας eagle owl masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βύας ο μέγας — Γένος πτηνών της οικογένειας των γλαυκιδών, με την κοινή (και πιο διαδεδομένη) ονομασία μπούφος. Ονομάζεται μέγας γιατί είναι το μεγαλύτερο νυκτόβιο πτηνό (φτάνει τα 50 70 εκ.). Το χρώμα του είναι καστανό, πιο βαθύ στη ράχη και πιο ανοιχτό στην… … Dictionary of Greek
Βύας, Δημήτριος — (; – 1854). Αγωνιστής του 1821 από την Ήπειρο. Έζησε στη Θήβα και στην Αθήνα, όπου τα πρώτα χρόνια της Επανάστασης (1824) έγινε γραμματέας της Διοίκησης Αθηνών … Dictionary of Greek
βύαι — βύας eagle owl masc nom/voc pl βύᾱͅ , βύας eagle owl masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βυῶν — βύας eagle owl masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βύω — βύας eagle owl masc gen sg (attic epic ionic) βύ̱ω , βύω stuff pres subj act 1st sg βύ̱ω , βύω stuff pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μπούφος — Κοινή ονομασία διάφορων νυκτόβιων αρπακτικών πουλιών της οικογένειας των γλαυκόμορφων. Τα πουλιά αυτά έχουν κεφάλι χοντρό, μάτια μεγάλα μετωπικά, ισχυρό γαμψό ράμφος, πόδια με γαμψά νύχια και φτέρωμα πυκνό και απαλό. Ο κοινός μ. (asio otus) έχει… … Dictionary of Greek
βοή — και βουή, η (AM βοή, Α και βοά, δωρ. τ.) 1. δυνατή φωνή, δυνατός ήχος 2. κραυγή, ιδίως θρηνητική 3. συγκεχυμένος θόρυβος 4. υπόκωφος, βαρύς ήχος 5. ο ήχος των κυμάτων νεοελλ. 1. βόμβος, βούισμα 2. δυσφήμηση 3. (σε κατάρα) ξαφνικό κακό αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
βύκτης — βύκτης, ο (Α) 1. φρ. «ἄνεμοι βύκται» άνεμοι που βουίζουν 2. ως ουσ. θυελλώδης άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Εάν γίνει αποδεκτή η αρχαία σημ. «αυτός που φυσά, που βουίζει», τότε η λ. βύκτης συνδέεται με τη γλώσσα του Ησυχίου «βεβυκώσθαι (ή βεβηκώσθαι)… … Dictionary of Greek
γούβι — το ονομασία τού πουλιού βύας, μπούφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γούβος < ιταλ. gufo «μπούφος»] … Dictionary of Greek